Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιπλώω — ἐνιπλώω (Α) ιων. τ. τού εμπλέω* πλέω μέσα … Dictionary of Greek
εμπλέω — ἐμπλέω και ιων. τ. ἐμπλώω και ἐνιπλώω (Α) 1. ταξιδεύω 2. επιπλέω 3. παθ. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι … Dictionary of Greek